- λιθοβολώ
- λιθοβόλησα, λιθοβολήθηκα, λιθοβολημένος, ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθοβολώ — λιθοβολώ, λιθοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λιθοβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιθοβολώ — (AM λιθοβολῶ, έω) [λιθοβόλος] ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῡσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔ β. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.) … Dictionary of Greek
λιθοβολῶ — λιθοβολέω pelt with stones pres subj act 1st sg (attic epic doric) λιθοβολέω pelt with stones pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλῳ — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg λιθοβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμολευστώ — θυμολευστῶ (Μ) λιθοβολώ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λευστώ (< λευστήρ «αυτός που λιθοβολεί» < λεύω «λιθοβολώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
αλιθοβόλητος — η, ο [λιθοβολώ] αυτός που δεν λιθοβολήθηκε, δεν πετροβολήθηκε, απετροβόλητος … Dictionary of Greek
αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… … Dictionary of Greek
δημόλευστος — δημόλευστος, ον (Α) 1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό 2. φρ. «δημόλευστος φόνος» αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»] … Dictionary of Greek
καταλεύω — (I) καταλεύω (Α) 1. θανατώνω κάποιον με λιθοβολισμό 2. καταδικάζω σε αναγκαστική εργασία στα λατομεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λεύω «λιθοβολώ»]. (II) καταλεύω (Α) (επιτ. τ. τού αλεύω) εκκλίνω, απομακρύνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλεύω… … Dictionary of Greek
καταλιθάζω — (Α) καταλιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιθάζω «λιθοβολώ»] … Dictionary of Greek